διακεῖται

διακεῖται
διακέομαι
repair
pres ind mp 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διάκειται — διάκειμαι to be served at table pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακομμάτιστος — η, ο [κομματίζομαι] 1. αυτός που δεν ανήκει ή δεν διάκειται φιλικά σε κάποια πολιτική παράταξη 2. αμερόληπτος, αντικειμενικός …   Dictionary of Greek

  • αλβανόφιλος — η, ο αυτός που συμπαθεί τους Αλβανούς, που διάκειται φιλικά προς αυτούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αλβανός + φιλος < φίλος] …   Dictionary of Greek

  • αλεξανδριστής — ο (Α ἀλεξανδριστὴς) [ἀλεξανδρίζω] αυτός που διάκειται φιλικά προς τον Αλέξανδρο, ο οπαδός του …   Dictionary of Greek

  • αλληλεχθρεύομαι — και αλληλο εχθρεύομαι κάποιον που όμοια διάκειται εχθρικά απέναντι μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + εχθρεύομαι] …   Dictionary of Greek

  • ανθελληνικός — ή, ό αυτός που διάκειται ή ενεργεί εχθρικά προς τους Έλληνες, αυτός που βλάπτει τα συμφέροντά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντί* + ελληνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον δημοσιογράφο Ικέσιο Γ. Λάτρη] …   Dictionary of Greek

  • δημοτικότητα — η 1. το να διάκειται κανείς με συμπάθεια προς τον λαό, το να είναι καταδεχτικός 2. το να είναι κανείς δημοφιλής ή λαοφιλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστ. Πολυζωΐδη] …   Dictionary of Greek

  • επικλινής — ές (AM ἐπικλινής) 1. (για τόπο) αυτός που κλίνει προς τη μία πλευρά, κατηφορικός («λόφων τινῶν ἐπικλινῶν», Πλούτ.) 2. (για κτήρια, δέντρα, φυτά κ.λπ.) αυτός που δεν είναι κάθετος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά, που γέρνει προς τα κάτω μσν.… …   Dictionary of Greek

  • ευμενέτης — εὐμενέτης, ὁ, θηλ. εὐμενέτειρα (Α) (ποιητ. τ. τού ευμενής) αυτός που διάκειται ευνοϊκά («χάρματα δ εὐμενέτῃσι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευμενής + κατάλ. έτης δηλωτική προσώπου, φορέα μιας ιδιότητας (πρβλ. επικ. ηχ έτα «ηχηρός», οικ έτης «υπηρέτης …   Dictionary of Greek

  • εύνους — ουν (ΑΜ εὔνους, ουν, εὔνοος, οον) αυτός που διάκειται ευνοϊκά, ο ευμενής, ο φιλικός (α. «κτημάτων πάντων ἐστὶ τιμιώτατον ἀνὴρ φίλος συνετός τε καὶ εὔνοος», Ηρόδ. β. «οἱ ἐμοὶ εὖνοι» αυτοί που είναι φιλικοί προς εμένα, οι φίλοι μου, Ξεν. γ. «τὴν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”